παρατράπεζα

παρατράπεζα
η
η ανάπτυξη από άτομο ή ομάδα ατόμων παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση τών συναλλασσομένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατραπεζικός — ή, ό [παρατράπεζα] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παρατράπεζα …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”